- αξιοκρατία
- ηη επιβολή αξιών και ανάλογων κριτηρίων, η επιλογή προσώπων για διάφορα αξιώματα με μοναδικό κριτήριο την αξία τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξιοκρατία — η το να επικρατούν οι άξιοι με τη χρησιμοποίηση ως μοναδικού κριτηρίου για την ανάθεση σ αυτούς μιας υπεύθυνης εργασίας, αξιώματος κ.λπ. της επαγγελματικής, επιστημονικής κ.λπ. ικανότητας τους … Dictionary of Greek
Apostasia of 1965 — The Apostasia ( el. Αποστασία , Apostasy ) or Iouliana ( el. Ιουλιανά , the events of July) or the Royal Coup ( el. Το Βασιλικό Πραξικόπημα ) is a term used to describe the political crisis in Greece, which centred around the resignation, on 15… … Wikipedia
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αξιοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά ο σύμφωνος με την αξιοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)